- εξειρυω
- ἐξειρύωэп.-ион. = ἐξερύω См. εξερυω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εξειρύω — βλ. εξερύω … Dictionary of Greek
εξερύω — ἐξερύω, ιων. τ. ἐξειρύω (Α) [ερύω] 1. βγάζω έξω («πὰρ δὲ στὰς βέλος ὠκὺ διαμπερὲς ἐξέρυσ ὤμου», Ομ. Ιλ.) 2. τραβώ έξω 3. αρπάζω κάτι, τό αφαιρώ από άλλον («ἐξείρυσε χειρὸς τόξον», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
υπεξερύω — και ιων. τ. ὑπεξειρύω Α ὑπεξέλκω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐξερύω / ἐξειρύω «εκβάλλω, σύρω έξω»] … Dictionary of Greek